εἰρήνευσα

εἰρήνευσα
εἰρηνεύω
bring to peace
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ειρηνεύω — ειρήνευσα και ειρήνεψα, ειρηνεμένος, ως μτβ. 1. συμφιλιώνω αντιπάλους, ειρηνοποιώ: Είχαν έχθρα χρόνια και τους ειρήνευσα. 2. μτφ., καταπαύω τις εχθροπραξίες, την εξέγερση. 3. καθησυχάζω, καταπραΰνω, μερώνω: Τα ειρήνευσα τα καημένα τα παιδάκια που …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰρηνεύσας — εἰρηνεύσᾱς , εἰρηνέω pres part act fem acc pl (epic doric ionic) εἰρηνεύσᾱς , εἰρηνέω pres part act fem gen sg (doric) εἰρηνεύσᾱς , εἰρηνεύω bring to peace aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρηνευσάσας — εἰρηνευσά̱σᾱς , εἰρηνεύω bring to peace aor part act fem acc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρηνεύσασα — εἰρηνεύσᾱσα , εἰρηνεύω bring to peace aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρηνεύσασι — εἰρηνεύσᾱσι , εἰρηνεύω bring to peace aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρηνεύσασιν — εἰρηνεύσᾱσιν , εἰρηνεύω bring to peace aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειρηνεύω — ειρηνεύω, ειρήνευσα και ειρήνεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”